- κεραμοπλάστης
- κερᾰμο-πλάστης, ου, ὁ,A potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραμοπλάστης — κεραμοπλάστης, ὁ (Α) κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο πλάστης, μυθο πλάστης] … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεραμοπλαστικός — ή, ό (Α κεραμοπλαστικός, ή, όν) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραμοπλαστική η κεραμευτική αρχ. αυτός που ανήκει στον κεραμοπλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Μιχ. Π. Λάμπρο] … Dictionary of Greek